βαλσαμώνω

βαλσαμώνω
-ωσα, βαλσαμωμένος
1. ταριχεύω κάτι ώστε να συντηρηθεί: Το σπίτι του ήταν γεμάτο με βαλσαμωμένα πουλιά.
2. γλυκαίνω, ανακουφίζω, παρηγορώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλσαμώνω — βαλσαμώνω, βαλσάμωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαλσαμώνω — και μπαλσαμώνω και βαρσαμώνω και μπαρσαμώνω [βάλσαμο] 1. ταριχεύω, καθιστώ νεκρό, πτηνά ή ζώα άσηπτα χρησιμοποιώντας αντισηπτικές ουσίες 2. επουλώνω («βαλσάμωνέ μου την πληγή») 3. ευωδιάζω («βαλσαμωμένο αέρι») 4. καταπραΰνω («τα τρομαγμένα στήθη… …   Dictionary of Greek

  • αβαλσάμωτος — η, ο [βαλσαμώνω] ο μη βαλσαμωμένος, αταρίχευτος …   Dictionary of Greek

  • βαλσάμωμα — και μπαλσάμωμα, το [βαλσαμώνω] η ταρίχευση με τη χρησιμοποίηση αντισηπτικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • βαλσάμωση — η [βαλσαμώνω] το βαλσάμωμα …   Dictionary of Greek

  • κεδρώνω — (Α κεδρῶ, όω) [κέδρος] νεοελλ. αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνω αρχ. ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία …   Dictionary of Greek

  • μπαλσαμώνω — (Μ μπαλσαμώνω) βλ. βαλσαμώνω …   Dictionary of Greek

  • προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …   Dictionary of Greek

  • σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • σμυρνίζω — και σμυρνιάζω Α [σμύρνα] 1. παρασκευάζω ή συσκευάζω με σμύρνα 2. ομοιάζω με σμύρνα 3. αρωματίζω με σμύρνα 4. βαλσαμώνω νεκρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”